κοινοτοκος

κοινοτοκος
    κοινότοκος
    κοινό-τοκος
    2
    досл. происходящий от общих родителей, перен. относящийся к родному брату, возлагаемый на родного брата
    

(ἐλπίδες Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κοινοτοκος" в других словарях:

  • κοινότοκος — κοινότοκος, ον (Α) ο γεννημένος από τους ίδιους γονείς, αυτός που έχει κοινούς γονείς με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + τόκος (πρβλ. πρωτό τοκος, υστερό τοκος)] …   Dictionary of Greek

  • κοινοτόκων — κοινότοκος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»